Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τζαμώνω — Ν [τζάμι] τοποθετώ τζάμι σε πλαίσιο πόρτας, παραθύρου, φωτογραφίας ή ζωγραφικού πίνακα … Dictionary of Greek
τζαμωτός — ή, ό, Ν [τζαμώνω] αυτός που έχει τζάμια ή είναι φραγμένος με τζάμια (α. «τζαμωτή πόρτα» β. «τζαμωτός θόλος») … Dictionary of Greek